ἀρθρίτιδας

ἀρθρίτιδας
ἀρθρί̱τιδας , ἀρθρῖτις
of
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • Έλιον, Τζέρτρουντ Μπελ — (Gertrude Bell Elion, Νέα Υόρκη 1918 – 1999). Αμερικανίδα χημικός. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια σχολείου και στη συνέχεια στον τομέα της χημικής ανάλυσης τροφίμων και στην εργαστηριακή έρευνα, στους κλάδους της… …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • ουρικοαπεκκριτικός — ή, ό (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ουρικοαπεκκριτικά (φαρμ.) φάρμακα που αυξάνουν την αποβολή ουρικού οξέος στα ούρα και γι αυτό χρησιμοποιούνται στη θεραπεία τής ουρικής αρθρίτιδας …   Dictionary of Greek

  • παχυνευρώ — έω, Α έχω παχείς τένοντες ή μυς, όπως λ.χ. συμβαίνει σε περίπτωση αρθρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νευρῶ (< νευ ρος < νεῦρον)] …   Dictionary of Greek

  • ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • προβενεκίδη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που προέρχεται από το βενζοϊκό οξύ, εξουδετερώνει το ουρικό οξύ και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική αγωγή τής αρθρίτιδας και ως πρόσθετο τής πενικιλλίνης …   Dictionary of Greek

  • υδροκορτιζόνη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση τής ομάδας τών στεροειδών, η οποία αποτελεί την κύρια ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση τών μεταβολικών διεργασιών ή παρασκευάζεται συνθετικά, χρησιμοποιούμενη ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”